εὐβοσίᾳ
1εὐβοσία — εὐβοσίᾱ , εὐβοσία good pasture fem nom/voc/acc dual εὐβοσίᾱ , εὐβοσία good pasture fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
3εὐβοσίᾳ — εὐβοσίᾱͅ , εὐβοσία good pasture fem dat sg (attic doric aeolic) …
4εὐβοσίαν — εὐβοσίᾱν , εὐβοσία good pasture fem acc sg (attic doric aeolic) …
5εὐβοσίην — εὐβοσία good pasture fem acc sg (epic ionic) …
6εὐβοσίης — εὐβοσία good pasture fem gen sg (epic ionic) …
7ευποσία — εὐποσία, ή (ΑΜ) μσν. κρασοκατάνυξη αρχ. 1. ευκαρπία, αφθονία 2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποσία (< πότης), πρβλ. οινο ποσία] …