εὐβολέω
1εὐβολεῖν — εὐβολέω make a good throw pres inf act (attic epic doric) …
2εὐβολήσειε — εὐβολέω make a good throw aor opt act 3rd sg …
3βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …
4εὐβολήσας — εὐβολήσᾱς , εὐβολέω make a good throw aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …