εὐαγρεσία

  • 1ευαγρεσία — εὐαγρεσία, ἡ (Α) επιτυχής άγρα, ευτυχές, επιτυχημένο κυνήγι, ευαγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγρεσία, παράλλ. τ. τού άγρα «κυνήγι»] …

    Dictionary of Greek