εὐαγγελίζομαι
91εὐηγγελίζοντο — εὐαγγελίζομαι bring good news imperf ind mp 3rd pl …
92εὐηγγελίσθαι — εὐαγγελίζομαι bring good news perf inf mp …
93εὐηγγελίσθην — εὐαγγελίζομαι bring good news plup ind mp 3rd dual …
94εὐηγγέλιζε — εὐαγγελίζομαι bring good news imperf ind act 3rd sg …
95εὐηγγέλισται — εὐαγγελίζομαι bring good news perf ind mp 3rd sg …
96ευαγγελισμός — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 139 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καφηρέως. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.,… …
97προευαγγελίζομαι — ΝΜΑ ευαγγελίζομαι, φέρνω χαρούμενη αγγελία εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐαγγελίζομαι «αναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις»] …
98εὐαγγελιζομένας — εὐαγγελιζομένᾱς , εὐαγγελίζομαι bring good news pres part mp fem acc pl εὐαγγελιζομένᾱς , εὐαγγελίζομαι bring good news pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
99εὐαγγελίσηι — εὐαγγελίσῃ , εὐαγγελίζομαι bring good news aor subj mp 2nd sg εὐαγγελίσῃ , εὐαγγελίζομαι bring good news fut ind mp 2nd sg …
100ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… …