εὐαγγελίζομαι

  • 101Evangelium (Glaube) — Jesus verkündet das Evangelium (Buchmalerei, um 1010) Der Begriff Evangelium stammt aus der griechischen Sprache (εὐαγγέλιον eu angelion), was so viel heißt wie „Lohn für das Überbringen einer guten Nachricht“, kurz „gute Nachricht“ oder… …

    Deutsch Wikipedia

  • 102благовѣстоватисѧ — БЛАГОВѢСТ|ОВАТИСѦ (1*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Быть возвещаемым, провозглашаемым: бл҃говѣстуеть(с) часъ прiшестви˫а д҃не. на дѣ(ѩ)ниѥ дѣлъ свѣта. КР 1284, 52б; εὐαγγελίζομαι Вост., I, 18 …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 103ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …

    Dictionary of Greek

  • 104ευαγγελίζω — εὐαγγελίζω (μτγν και μσν. τ. τού ευαγγελίζομαι) (ΑΜ) [ευάγγελος] 1. αναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις 2. κηρύσσω το Ευαγγέλιο …

    Dictionary of Greek

  • 105ευαγγελιστής — ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) [ευαγγελίζομαι] κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα τής Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης) …

    Dictionary of Greek

  • 106ευαγγελώ — εὐαγγελῶ, έω (Α) [ευάγγελος] βλ. ευαγγελίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 107προσευαγγελίζομαι — Μ προαναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐαγγελίζομαι «φέρνω καλές ειδήσεις, ευχαριστώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 108ՆՕԹՃԵՄ — (եցի.) NBH 2 0456 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ն. ՆՕԹՃԵՄ կամ ՆԱՒԹՃԵՄ. εὑαγγελίζομαι, κατεπαγγέλλομαι , καλέω եւ այլն. annuntio, nuncio, profiteor, alloquor եւն. լծ. ընդ հյ. Աւետիչ, կամ Նիւթիչ լինել …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 109εὐαγγελισθῆι — εὐαγγελισθῇ , εὐαγγελίζομαι bring good news aor subj mp 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 110κατευαγγελισαμένου — κατά εὐαγγελίζομαι bring good news aor part mp masc/neut gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)