εὐήχητος
1ευήχητος — εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, ον (Α) 1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.) 2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»] …
2εὐάχητον — εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc sg (doric) εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding neut nom/voc/acc sg (doric) …
3ευάχητος — εὐάχητος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευήχητος …
4εὐαχήτους — εὐᾱχήτους , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc pl (doric) …