εὐέκφορος
1ευέκφορος — εὐέκφορος, ον (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό 2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ φορος (< εκ φέρω)] …
2εὐέκφοροι — εὐέκφορος bringing forth timely births masc/fem nom/voc pl …
3ευεκφορία — εὐεκφορία, ἡ (Α) [ευέκφορος] η ευκολία στην προφορά ή στην απαγγελία …