εὐάρτῡτος
1ευάρτυτος — εὐάρτυτος, ον (ΑΜ) (για φαγητά) αυτός που έχει παρασκευαστεί καλά («εὐάρτυτον χοιρίον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρτυτός (< αρτύω)] …
2εὐάρτυτον — εὐάρτυτος well seasoned masc/fem acc sg εὐάρτυτος well seasoned neut nom/voc/acc sg …
3εὐαρτύτοις — εὐάρτυτος well seasoned masc/fem/neut dat pl …