εὐάνεμος
1ευάνεμος — η, ο (Α εὐάνεμος, ον δωρ. τ. αντί εὐήνεμος) βλ. ευήνεμος (ως φλόγα εις δάση ευάνεμα καίει τας καρδίας», Κάλβ.) …
2Εὐανέμοις — Εὐάνεμος masc dat pl …
3Εὐανέμοισι — Εὐάνεμος masc dat pl (epic ionic aeolic) …
4Εὐανέμου — Εὐάνεμος masc gen sg …
5Εὐανέμῳ — Εὐάνεμος masc dat sg …
6Εὐάνεμον — Εὐάνεμος masc acc sg …
7ευήνεμος — η, ο (ΑΜ εὐήνεμος, ον Α και δωρ. τ. εὐάνεμος, ον) (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο απάνεμος («λιμένας ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.) αρχ. 1. ο εκτεθειμένος στον άνεμο 2. (για ταξίδι) με ευνοϊκό άνεμο («πλόος εὐάνεμος») 3.… …
8Evanemvs — EVANEMVS, i, Gr. Ἐυάνεμος, ου, ein Beynamen des Jupiters, unter welchem er eine Kapelle zu Lacedämon hatte. Pausan. Lacon. p. 185. Er bedeutet einen der guten Wind bringt. Gyrald. Synt. II. p. 104 …
9άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …