εἶδος ὀσπρίου

  • 1φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 2άρακος — ἄρακος, ο (Α) είδος οσπρίου, αρακάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ. arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια] …

    Dictionary of Greek

  • 3θερμοκύαμος — θερμοκύαμος, ἡ (Α) είδος οσπρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + κύαμος «κουκί»] …

    Dictionary of Greek

  • 4λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… …

    Dictionary of Greek

  • 5παπούλια — και παπούδια, τα 1. είδος οσπρίου 2. φαγητό από όσπρια βρασμένα και στραγγισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πάππος «το χνούδι στο άκρο ορισμένων σπερμάτων» + υποκορ. κατάλ. ούλια / ούδια] …

    Dictionary of Greek

  • 6πεντόροβος — και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α 1. το φυτό γλυκυσίδη 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 7σύαξ — ύακος, ὁ, ΜΑ άλλη ονομασία τού ψαριού ρόμβος μσν. αρχ. είδος οσπρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ αξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 8υαλοξύστης — ὁ, Μ είδος οσπρίου που μοιάζει το κουκί …

    Dictionary of Greek

  • 9χερσάρακος — ἡ, Α (ενν. γῆ) φτωχό, όχι εύφορο χωράφι, στο οποίο μόνο μπιζέλια μπορούν να καλλιεργηθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] …

    Dictionary of Greek

  • 10χορτάρακος — ἡ, Α 1. μίγμα από αρακά και χόρτα, το οποίο χρησίμευε ως ζωοτροφή 2. (ενν. γῆ) καλλιεργημένη γη που παράγει χόρτα και αρακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] …

    Dictionary of Greek