εἶδος τέττιγος

  • 1λιγάντωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «εἶδος τέττιγος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 2μέμβραξ — μέμβραξ, ακος, ὁ (Α) είδος τέττιγος, τζίτζικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι πρόκειται για μεσογειακό ή πελασγικό τ. που ανάγεται σε θ. *bher / *bhr . Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με το ρ. βράσσω «αναταράζω, σείω, βράζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 3τεττιγόνιον — τὸ, Α είδος μικρού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + υποκορ. κατάλ. όνιον κατά τα ἀηδόνιον, χελιδόνιον] …

    Dictionary of Greek