εἶα δή

  • 91τριωβολείος — εία, ον, Α [τριώβολον] (για χρηματικό ποσό) αυτός που ανέρχεται σε τρεις οβολούς …

    Dictionary of Greek

  • 92τόκειος — εία, ον, Α [τόκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό …

    Dictionary of Greek

  • 93τύμβειος — εία, ον, Α [τύμβος] (μτγν. τ.) τύμβιος* …

    Dictionary of Greek

  • 94υαίνειος — εία, ον, Α βλ. ὑαίνιος …

    Dictionary of Greek

  • 95υπάλπειος — εία, ον Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις Άλπεις 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπαλπεία (ενν. χώρα) το τμήμα τής Ιταλίας που βρίσκεται κάτω από τις Άλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + Ἄλπεις] …

    Dictionary of Greek

  • 96υπέροξυς — εῑα, υ, Α [ὀξύς] υπερβολικά οξύς, οξύτατος, σφοδρότατος («πυρετοὶ ὑπερόξεες», Ιπποκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 97υπερείδεος — εία, ον, Α υπεράνω τού είδους, αυτός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εἶδος «σχήμα, μορφή» (πρβλ. παν είδεος)] …

    Dictionary of Greek

  • 98υποτέλειος — εία, ον, ΜΑ [τέλειος] φρ. «ὑποτελεία στιγμή» η άνω στιγμή αρχ. φρ. «ὑποτέλειοι ἀριθμοί» οι αριθμοί που είναι μεγαλύτεροι από το άθροισμα τών διαιρετών τους («...οἱ μὲν ὑπερτέλειοί εἰσιν, ὡς ὁ δώδεκα... οἱ δὲ ὑποτέλειοι, ὡς ὁ ὀκτώ», Μεθόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 99υπόβραχυς — εία, υ, Α 1. ο κάπως κοντός, ο μάλλον χαμηλός στο ανάστημα 2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπόβραχυς·(ενν. πούς) μετρική μονάδα με σχήμα ∪ . [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βραχύς] …

    Dictionary of Greek

  • 100υπόγλυκυς — εῑα, υ, Α βλ. υπόγλυκος …

    Dictionary of Greek