εἶα δή
71σκολοπένδρειος — εία, ον, θηλ. και ος, Α [σκολόπενδρα] 1. πιθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκολόπενδρα 2. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα …
72σκυλάκειος — εία, ον, Α [σκύλαξ, ακος] σκυλήσιος («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.) …
73σκόρπειος — εία, ον, και ιων. τ. σκορπήϊος, ΐη, ον, Α [σκορπιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκορπιό …
74σκύπφειος — εία, ον, Α βλ. σκύφειος …
75σμαράγδειος — εία, ον, Α [σμάραγδος] αυτός που περιέχει σμάραγδο …
76σμιλάκειος — εία, ον, Α [σμῑλαξ, ίλακος] σμιλάκινος* …
77σπαρτάκειος — εία, ον, Α [Σπάρτακος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σπάρτακο …
78στησίλειος — εία, ον, Α [Στησίλεως / Στησίλαος] 1. αυτός που ιδρύθηκε ή αφιερώθηκε από τον Στησίλεω, Αθηναίο στρατηγό στη μάχη τού Μαραθώνα (α. «Στησίλειον σκάφιον», επιγρ. β. «Στησίλειον ποτήριον», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Στησίλεια αγώνες που… …
79στράτειος — εία, ον, Α βλ. στράτιος …
80συβάρειος — εία, ον, Α [Σύβαρις] συβαριτικός …