εἶα δή

  • 41εἴακεν — εἴᾱκεν , ἐάω suffer plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) εἴᾱκεν , ἐάω suffer perf ind act 3rd sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 42εἶ' — εἶα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 43Περσείος — εία, ον και Περσήϊος, ηΐη, ον Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + κατάλ. ιος] …

    Dictionary of Greek

  • 44Φερσεφόνειος — εία, ον, Α [Φερσεφόνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φερσεφόνη …

    Dictionary of Greek

  • 45Φοίβειος — εία, ον, θηλ. και ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, ΐη, ον, θηλ. και Φοιβηΐς, ΐδος, Α [Φοῑβος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο …

    Dictionary of Greek

  • 46αιγάγρειος — εία, ειον αυτός που ανήκει σε αίγαγρο ή προέρχεται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγαγρος το ουδ. αιγάγρειον, το (δέρμα) είναι απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. chamois] …

    Dictionary of Greek

  • 47αλφόνσειος — εια, ειο [Αλφόνσος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αλφόνσο …

    Dictionary of Greek

  • 48αμαζόνειος — εια, ειο (ΑΜ ἀμαζόνιος, ιον Μ και ἀμαζόνειος, ειον) [Αμαζών] αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αμαζόνα, στις Αμαζόνες αρχ. ως επίθ. τού Απόλλωνος στη Λακωνία …

    Dictionary of Greek

  • 49λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης …

    Dictionary of Greek

  • 50πάνειος — εία, ον, ουδ. και πανεῑον, Α [Παν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πάνειον και Πανεῑον ο ναός τού Πανός 3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Πάνεια εορτή τού Πανός στη Δήλο …

    Dictionary of Greek