εἶα δή
31θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… …
32θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …
33ταχύς — εία, ύ / ταχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. ταχύτερος, η, ο, υπερθ. ταχύτατος, η, ο και τάχιστος, η, ο, Ν, και συγκριτ. ταχύτερος, έρα, ον και ταχίων, τάχιον, και θάσσον, θᾱσσον, και υπερθ. ταχύτατος, άτη, ον και τάχιστος, ίστη, ον, ΜΑ, και αττ. τ.… …
34υπέρπαχυς — εία, υ / ὑπέρπαχυς, εῑα, υ, ΝΜΑ [παχύς] υπερβολικά παχύς, τετράπαχος μσν. αρχ. (για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.) …
35.είας — εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg (epic) εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg …
36εἰακότα — εἰᾱκότα , ἐάω suffer perf part act neut nom/voc/acc pl (attic) εἰᾱκότα , ἐάω suffer perf part act masc acc sg (attic) …
37εἰάθην — εἰά̱θην , ἐάω suffer aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic) εἰά̱θην , ἐάω suffer aor ind pass 1st sg (attic doric) …
38εἰάσα — εἰά̱σᾱ , ἐάω suffer pres part act fem nom/voc/acc dual (epic doric) εἰά̱σᾱ , εἰάζω cry fut part act fem nom/voc/acc dual (doric) …
39εἴαθ' — εἴᾱτο , ἐάω suffer plup ind mp 3rd sg (attic epic ionic) εἴᾱται , ἐάω suffer perf ind mp 3rd sg (attic) εἴατο , εἰμί sum imperf ind mid 3rd pl (epic) …
40εἴακε — εἴᾱκε , ἐάω suffer perf imperat act 2nd sg (attic) εἴᾱκε , ἐάω suffer perf ind act 3rd sg (attic) …