εἶα δή

  • 21εἴας — εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg (epic) εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22αισώπειος — εια, ειο (Α αἰσώπειος, εία, ειον) [Αίσωπος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Αίσωπο Αισώπειοι μύθοι …

    Dictionary of Greek

  • 23αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …

    Dictionary of Greek

  • 24βραδύς — εία, ύ (AM βραδύς, εῑα, ύ) αργός, μη ταχύς αρχ. 1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος 2. διστακτικός, αναποφάσιστος 3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 25βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 26δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …

    Dictionary of Greek

  • 27δριμύς — εία, ύ και δριμός, ή, ό και δριμιός, ιά, ιό (AM δριμύς, εῑα, ύ) 1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι») 2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας») 3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός β) δυνατός, έντονος,… …

    Dictionary of Greek

  • 28ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …

    Dictionary of Greek

  • 29ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 30ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… …

    Dictionary of Greek