εἶα δή
111χλούνειος — εία, ον, Α [χλούνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χλούνη 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Χλούνειον ένα τοπωνύμιο …
112χοϊείος — εία, ον, Α αυτός που έχει την περιεκτικότητα ενός χου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μέτρο υγρών» + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. μην ιεῖος, ταλαντ ιεῖος)] …
113χύτρειος — εία, ον, Α [χύτρα] αυτός που προέρχεται από πηλό («πατάγου χυτρείου» θορύβου από πήλινα σκεύη, Αριστοφ.) …
114ψεύδοξυς — εῑα, υ, Μ (σχετικά με χρώμα) θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ὀξύς] …
115ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… …
116ωμοβόειος — εία, ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, έη, ον, και ὠμοβόϊνος, ΐνη, ον, και ὠμοβόϊος, ΐα, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού 3. το ουδ. ως …
117ύγειος — εία, ον και ὕγιος, ον, Α υγιής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιθ. ὑγιής, κατά τα επίθ. σε (ε)ιος] …
118ύειος — εία, ον, και ὕεος, έα, ον, Α [ὗς, ὑός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, στα γουρούνια 2. φρ. «θηρίον ὕειον» μτφ. άνθρωπος εντελώς απαίδευτος και αγροίκος, κτηνώδης …
119αντρίκειος — εια, ειο ανδρικός, παλικαρίσιος: Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια η στάση του ήταν αντρίκεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
120εἰακότας — εἰᾱκότας , ἐάω suffer perf part act masc acc pl (attic) …