εἶα δή

  • 101υπόθηλυς — εια, υ, Α ο κάπως θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θῆλυς] …

    Dictionary of Greek

  • 102φαρνάκειος — εία, ον, Α [Φαρνάκης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φαρνάκη, βασιλιά τού Πόντου 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ φαρνάκειον ονομασία φυτού …

    Dictionary of Greek

  • 103φειδώνειος — εία, ον, και φειδώνιος, ία, ον, Α [Φείδων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά τού Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 104φραδύς — εῖα, ύ, Α βλ. φραδής …

    Dictionary of Greek

  • 105φόνειος — εία, ον, Μ [φόνος] φονικός …

    Dictionary of Greek

  • 106φώκειος — εία, ον, Α [φώκη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φώκη …

    Dictionary of Greek

  • 107χήρειος — εία, ον, και επικ. τ. χηρήιος, ΐα, ον, Α [χήρα] αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», Ανθ. Παλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 108χήτειος — εία, ον, Μ αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ενδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē (βλ. λ. χατέω)] …

    Dictionary of Greek

  • 109χηναλωπέκειος — εία, ον, Α [χηναλώπηξ, εκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηναλώπεκα («τῶν ᾠῶν φασὶ πρωτεύειν τὰ τῶν ταῶν μεθ ἅ εἶναι τὰ χηναλωπέκεια», Αθήν.) …

    Dictionary of Greek

  • 110χιμαίρειος — εία, ον, Α [χίμαιρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίμαιρα, χιμαιρικός …

    Dictionary of Greek