εἶα δή
11ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
12ευρύς, -εία, -ύ — πλατύς, φαρδύς, εκτεταμένος, απλωμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13θρασύς, -εία, -ύ — αναιδής, αυθάδης: Θρασύς μαθητής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
14ταχύς, -εία, -ύ — 1. γρήγορος, γοργοκίνητος, βιαστικός: Είναι ταχύς στη δουλειά του. 2. συχνότερος: Ταχύς σφυγμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
15εἴαν — εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω… …
16εἴασ' — εἴᾱσα , ἐάω suffer aor ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) εἴᾱσο , ἐάω suffer plup ind mp 2nd sg (attic epic ionic) εἴᾱσο , ἐάω suffer perf imperat mp 2nd sg (attic) εἴᾱσε , ἐάω suffer aor ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) εἴᾱσαι …
17.είαν — εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἴᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
18εἰάσας — εἰά̱σᾱς , ἐάω suffer pres part act fem acc pl (epic doric) εἰά̱σᾱς , ἐάω suffer pres part act fem gen sg (epic doric) εἰά̱σᾱς , εἰάζω cry fut part act fem acc pl (doric) εἰά̱σᾱς , εἰάζω cry fut part act fem gen sg (doric) εἰάσᾱς , εἰάζω cry… …
19ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… …
20όρειος — εία, ο (Α ὄρειος εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. οὔρειος, εία, ον) (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «ορεία κρύσταλλος» (ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η… …