εἵς
51κοινωνικοποιώ — ( είς, εί κτλ.), κοινωνικοποίησα, κοινωνικοποιήθηκα, κοινωνικοποιημένος, θέτω στη διάθεση του κοινωνικού συνόλου με κατάλληλη οργάνωση επιχειρήσεις ή τομείς. Oυσ. κοινωνικοποίηση, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52μαγνητοσκοπώ — ( είς, εί κτλ.), μαγνητοσκόπησα, μαγνητοσκοπήθηκα, μαγνητοσκοπημένος, καταγράφω δεδομένα ήχου και εικόνας σε μαγνητοταινία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
53μαγνητοφωνώ — ( είς, εί κτλ.), μαγνητοφώνησα, μαγνητοφωνήθηκα, μαγνητοφωνημένος, καταγράφω ήχους με μαγνητόφωνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54μηχανογραφώ — ( είς, εί κτλ.), μηχανογράφησα, μηχανογραφήθηκα, μηχανογραφημένος, καταγράφω δεδομένα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την καλύτερη και ευκολότερη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών εργασιών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55οριοθετώ — ( είς, εί, κτλ.), οριοθέτησα, οριοθετήθηκα, οριοθετημένος, καθορίζω όρια, σύνορα. Ουσ. οριοθέτηση, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56παλιλλογώ — ( είς, εί κτλ.), παλιλλόγησα, επαναλαμβάνω τα ειπωμένα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57ποινικοποιώ — ( είς, εί κτλ.), ποινικοποίησα, ποινικοποιήθηκα, ποινικοποιημένος, καθιστώ κάτι –που προηγουμένως δεν ήταν– αξιόποινο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58πολιτικοποιώ — ( είς, εί κτλ.), πολιτικοποίησα, πολιτικοποιήθηκα, πολιτικοποιημένος, δίνω πολιτικό χαρακτήρα σε κάποιον ή κάτι. Ουσ. πολιτικοποίηση, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59ριγώ — ( είς, εί κτλ.), ησα, με πιάνει ρίγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60εἰσανέχει — εἰς , ἀνά χάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) εἰσ ἀναχέω pour forth imperf ind act 3rd sg (attic epic) εἰσ ἀνέχω hold up pres ind mp 2nd sg εἰσ ἀνέχω hold up pres ind act 3rd sg …