εἵς
41εἰσεπόδιζον — εἰς , ἐπί ὁδίζω imperf ind act 3rd pl (ionic) εἰς , ἐπί ὁδίζω imperf ind act 1st sg (ionic) εἰσ ποδίζω bind imperf ind act 3rd pl εἰσ ποδίζω bind imperf ind act 1st sg …
42εἰσπεδῶσαι — εἰς , μετά ὠθέω thrust perf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) εἰς , μετά ὠθέω thrust aor inf act (epic doric ionic aeolic) εἰσ πεδάω bind with fetters pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …
43κεἰς — εἰς , εἰς into proclitic indeclform (prep) …
44μία — εἷς sem fem nom/voc sg (epic) μίᾱ , εἷς sem fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
45ἴη — εἷς sem fem nom sg (epic ionic) εἷς sem fem voc sg (epic ionic) …
46αιθεροβατώ — ( είς, εί κτλ.), αεροβατώ, είμαι εκτός τόπου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47αναδομώ — ( είς, εί κτλ.), αναδόμησα, αναδομήθηκα, αναδομημένος, ξαναχτίζω, ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω. Ουσ. αναδόμηση, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
48αναπολώ — ( εις, εί κτλ.), πόλησα, αναλογίζομαι, θυμούμαι, αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου: Συχνά αναπολούσεμε συγκίνηση τα περασμένα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
49δρομολογώ — ( είς, εί κτλ.), δρομολόγησα, δρομολογήθηκα, δρομολογημένος 1. καθορίζω το δρομολόγιο, την πορεία μεταφορικού μέσου. 2. ξεκινώ κάποια προγραμματισμένη ενέργεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50κινδυνολογώ — ( είς, εί κτλ.), κινδυνολόγησα, δημιουργώ ανησυχία ομιλώντας διαρκώς για κινδύνους (συνήθως ανύπαρκτους), επισείω κινδύνους. Oυσ. κινδυνολογία, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)