εἵκοσι
1εἵκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …
2εἴκοσι — twenty indeclform (numeral) …
3είκοσι — άκλ. αριθμ. απόλ. 1. ποσότητα δύο δεκάδων ως ενιαίο σύνολο: Είκοσι στρατιώτες. 2. με το ουδ. αρθρ. ως ουσ., το είκοσι: α) ο αριθμός 20: Το γινόμενο του είκοσι επί το τρία είναι 60. β) το πράγμα που έχει τον αριθμό 20: Το είκοσι δωμάτιο του… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4είκοσι — (AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων νεοελλ. (ως ουσ. με άρθρο) 1. το είκοσι α) η γραφική παράσταση τού αριθμού β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός,… …
5εἰκόσι — ἔοικα as perf part act masc/neut dat pl εἰκός like truth perf part act masc/neut dat pl εἰκών likeness fem dat pl (epic ionic) εἰκών likeness fem dat pl …
6εἴκοσ' — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …
7κεἴκοσι — εἴκοσι , εἴκοσι twenty indeclform (numeral) …
8Ταρσού μάρτυρες — Είκοσι χριστιανοί οι οποίοι μαρτύρησαν στην Τ. στα χρόνια του Διοκλητιανού (290). Για τους μάρτυρες αυτούς γράφει ο Αυγουστίνος. Η Δυτ. Oρθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 6 Ιουνίου …
9εἴκατι — εἴκοσι twenty doric (indeclform numeral) …
10εἴκοσιν — εἴκοσι twenty nu̱movable indeclform (numeral) …