εἵη
1εἴη — ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic doric) ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic doric) ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (doric) ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic doric) εἰμί sum pres opt act 3rd sg …
2εἵη — ἵημι Ja c io aor opt act 3rd sg ἵημι Ja c io aor opt act 3rd sg …
3Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη ἐκρεγείη ἄν. — Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη (τὰ τόξα) ἐκρεγείη ἄν. См. Что больше понатягивать, то скорее лопнет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4σιδήρειος — είη, ον, Α (επικ. τ.) βλ. σιδηρούς …
5χάλκειος — είη, ον, Α (επικ. τ.) βλ. χαλκούς …
6χρύσειος — είη, ον, και πιθ. τ. θηλ. ος, Α (επικ. τ.) βλ. χρυσός (II) …
7Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… …
8αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …
9ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …
10λοχαγός — ο (AM λοχαγός, Μ και λογχαγός και λόγχαγος) διοικητής λόχου στρατιωτών («οἱ δὲ ἄλλοι... ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν..., ὅπου δ αὖ λοχαγὸς σῶος εἴη, τὸν λοχαγόν», Ξεν.) νεοελλ. στρατ. ο αξιωματικός που φέρει τον ανώτερο… …