εἴωθα
1είωθα — εἴωθα, εἰωθός βλ. έθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σε σFωθα, με ανομοίωση τών δασέων και αντέκταση < ΙΕ ρίζα *swedh «συνήθεια, έθιμο, άσυλο». Ο τ. είωθα είναι αρχαίος αμετάβατος παρακείμενος τού άχρηστου ενεστώτα έθω* και συνδέεται με λατ. suēsco… …
2εἴωθα — ἔθω to be accustomed perf ind act 1st sg …
3εἰώθασι — εἰώθᾱσι , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd pl …
4εἰώθασιν — εἰώθᾱσιν , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd pl …
5εἴωθ' — εἴωθα , ἔθω to be accustomed perf ind act 1st sg εἴωθε , ἔθω to be accustomed perf imperat act 2nd sg εἴωθε , ἔθω to be accustomed perf ind act 3rd sg …
6έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου …
7ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …
8se- — se English meaning: reflexive pronoun Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “abseits, getrennt, for sich”, dann Reflexivpronomen Note: and (after analogy from *t(e)u̯e) s(e)u̯e Material: se and s(e)u̯e Reflexivpronomen for alle… …