εἴσειμι

  • 101εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …

    Dictionary of Greek

  • 102επείσειμι — ἐπείσειμι (Α) [είσειμι] επεισέρχομαι …

    Dictionary of Greek

  • 103παρείσειμι — Α παρεισέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 104προσιτήριο — το, Ν στρ. όρυγμα που κατασκευάζεται από πολιορκητές οχυρής θέσης, ώστε να πλησιάζουν απαρατήρητοι ή καλυμμένοι σε πολιορκούμενο στόχο, έργο προσπέλασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσ ειμι (πρβλ. προσιτός) + επίθημα τήριο (πρβλ. εισιτήριο: εἴσειμι)] …

    Dictionary of Greek

  • 105συνείσειμι — ΜΑ εισέρχομαι συγχρόνως («εἰσιόντος τοῡ ἀέρος συνεισιόντα ταῡτα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἴσειμι «εισέχομαι, παρουσιάζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 106υπείσειμι — ΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά 2. διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα 3. επέρχομαι βαθμιαία ή ανεπαίσθητα («ὑπεισιέναι τι κἀμοὶ δάκρυον», Γρηγ. Ναζ.) 4. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου («ὑπεισῄει δὲ με παραβολή», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + …

    Dictionary of Greek

  • 107ՄՏԱՆԵՄ — (մտի, մո՛ւտ, մտէ՛ք.) NBH 2 0305 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c չ. ՄՏԱՆԵՄ տե՛ս եւ ՄՏԵՄ, մտայ. εἱσέρχομαι , εἵσειμι, εἱσπορέομαι, ἑμβαίνω, εἱσάγομαι intro, introeo, ingredior, introducor, inducor διαδύνω penetro եւն. Մուտ առնել …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 108ՆԵՐԱՄՏԵՄ — ( ) NBH 2 0415 Chronological Sequence: 6c, 8c, 11c, 13c, 14c չ. ՆԵՐԱՄՏԵԼ կամ ՆԵՐՍԱՄՏԵԼ, կամ ՆԵՐՔՍԱՄՏԵԼ. εἱσέρχομαι, εἵσειμι, ἑμβατέω intro, introeo. Մտանել ʼի ներքս. միջամուք լինել. *Աներկրաչափական ոք մի՛ ներամտեսցէ: Աներկրաչափ ոք մի՛ ներամտեսցէ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 109.ούσεις — ἕσεις , ἕννυμι ves fut ind act 2nd sg ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/voc pl (attic epic) ἕσεις , ἕσις a sending forth fem nom/acc pl (attic) ἕσεις , ἕζομαι seat oneself aor subj act 2nd sg (epic) ἔσεις , εἴσειμι enter pres ind act 2nd sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 110διαπέσει — διά , ἀπό ἕννυμι ves fut ind mid 2nd sg (ionic) διά , ἀπό ἕννυμι ves fut ind act 3rd sg (ionic) διά , ἀπό ἕζομαι seat oneself aor subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) διά , ἀπό εἴσειμι enter pres ind act 2nd sg διά ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)