εἴλῡμα
1είλυμα — εἴλυμα, το (Α) περίβλημα, σκέπασμα …
2εἴλυμα — εἴλῡμα , εἴλυμα wrapper neut nom/voc/acc sg …
3PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… …
4ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… …
5σπείρον — τὸ, Α 1. κομμάτι υφάσματος (α. «εἴλυμα σπείρων», Ομ. Οδ. β. «σπεῑρα κάκ ἀμφ ὤμοισι βαλών», Ομ. Οδ.) 2. σάβανο 3. ιστίο πλοίου 4. γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπεῖρα με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται κανείς», από όπου… …
6εἱλύματα — εἰλύ̱ματα , εἴλυμα wrapper neut nom/voc/acc pl …