εἴληχα
1εἴληχα — λαγχάνω obtain by lot perf ind act 1st sg …
2εἰλήχασι — εἰλήχᾱσι , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 3rd pl …
3εἰλήχασιν — εἰλήχᾱσιν , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 3rd pl …
4εἴληχ' — εἴληχα , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 1st sg εἴληχε , λαγχάνω obtain by lot perf imperat act 2nd sg εἴληχε , λαγχάνω obtain by lot perf ind act 3rd sg …
5λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… …
6λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …