εἱρκτή
1εἰρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …
2εἰρκτή — εἱρκτή an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3εἱρκτῇ — εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …
4εἱρκτή — an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ειρκτή — η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή) φυλακή, δεσμωτήριο νεοελλ. πρόσκαιρη κάθειρξη αρχ. γυναικωνίτης …
6ειρκτή — η 1. η φυλακή, το δεσμωτήριο. 2. εγκληματική ποινή φυλάκισης 5 10 ετών του παλιού ποινικού νόμου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7εἰρκτῆι — εἰρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …
8εἱρκτῆι — εἱρκτῇ , εἱρκτή an inclosure fem dat sg (attic epic ionic) …
9εἰρκταῖς — εἱρκτή an inclosure fem dat pl …
10εἰρκτῆς — εἱρκτή an inclosure fem gen sg (attic epic ionic) …