εἱρκτή
31ԲԱՆՏ — (ի, ից.) NBH 1 437 Chronological Sequence: 6c, 7c, 8c, 10c գ. ԲԱՆՏ գրի եւ ԲԱՆԴ՝ նովին հնչմամբ. (իբր հյ. պահանդ. կամ պրս. պէնտ այսինքն կապ, կապանք.) φυλακή custodia (որ են Պահ.) carcer (լծ. գառագեղ.) εἰρκτή (արգելան.) ὁχύρωμα (ամուր), եւ այլն.… …
32δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
33εἰρκτάς — εἰρκτά̱ς , εἱρκτή an inclosure fem acc pl …
34εἱρκτάς — εἱρκτά̱ς , εἱρκτή an inclosure fem acc pl …
35εἱρκτάων — εἱρκτά̱ων , εἱρκτή an inclosure fem gen pl (epic aeolic) …
36ἑρκτή — ἑρκτός feasible fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἱρκτή an inclosure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
37ἑρκτήν — ἑρκτός feasible fem acc sg (attic epic ionic) εἱρκτή an inclosure fem acc sg (attic epic ionic) …
38ἑρκτῶν — ἑρκτός feasible fem gen pl ἑρκτός feasible masc/neut gen pl εἱρκτή an inclosure fem gen pl (ionic) …
39u̯erĝ-1, u̯reĝ- — u̯erĝ 1, u̯reĝ English meaning: to close, enclose; pen Deutsche Übersetzung: “abschließen, einschließen; Hũrde” Note: extension from u̯er 5. Material: O.Ind. vrajá m. “ hurdle, Umhegung”, vr̥jana m. “Umhegung, Einfriedigung …