εἱρκτή

  • 21Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… …

    Wikipedia

  • 22είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και …

    Dictionary of Greek

  • 23ειργμός — εἱργμός και εἰργμός, ο (Α) 1. ειρκτή, φυλακή 2. φυλάκιση, κάθειρξη …

    Dictionary of Greek

  • 24κάρκαρον — κάρκαρον, τὸ (Α) φυλακή, ειρκτή, δεσμωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < το άγνωστης ετυμολ. λατ. carcer] …

    Dictionary of Greek

  • 25κρυπτήριος — κρυπτήριος, ία, ον (Α) [κρυπτήρ] 1. σκοτεινός 2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον») 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία κρύπτη, κρυψώνας 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού β)… …

    Dictionary of Greek

  • 26Έσεξ, Ρόμπερτ Ντέβερο, κόμης του- — (Robert Devereux Essex, 1566 – 1601). Άγγλος στρατηγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι και εμφανίστηκε στην αγγλική αυλή το 1584, όπου διακρίθηκε για την ομορφιά του και το πνεύμα του. Με την εύνοια της βασίλισσας Ελισάβετ κατετάγη… …

    Dictionary of Greek

  • 27Μπεστούτζεφ-Μαρλίνσκι, Αλεξάντρ Aλεξάντροβιτς — (Πετρούπολη 1797 – Καύκασος 1837) Ρώσος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Από το 1823 έως το 1825 εξέδιδε το λογοτεχνικό ημερολόγιο Πολικός Αστέρας, όπου δημοσίευσε άρθρα και λυρικά ρομαντικά ποιήματα. Για τη συμμετοχή στο κίνημα των Δεκεμβριστών και …

    Dictionary of Greek

  • 28Ριαζάνοφ, Δημήτριος — (1870 – 1938). Ρώσος επαναστάτης και θεωρητικός του μαρξισμού. Aπό τη νεανική του ηλικία συμμετείχε στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα της πατρίδας του και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την οργάνωση των πρώτων εργατικών επαναστατικών πυρήνων στην Οδησσό. Για …

    Dictionary of Greek

  • 29Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης — (Σίφνος 1850 – Αθήνα 1889). Έλληνας δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στον τοπικό Νεολόγο. Για να αποφύγει τις τουρκικές αντιδράσεις, που προκλήθηκαν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, ήρθε το 1878,… …

    Dictionary of Greek

  • 30Χόνεκερ, Έριχ — (Honecker, 1912 – ;). Πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου της πρώην ΓΛΔ (1976 89) και Γενικός Γραμματέας της KE του Ενωτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ανατράφηκε σε μια πολύτεκνη οικογένεια ανθρακορύχων. Η επιρροή του πατέρα του –στελέχους του… …

    Dictionary of Greek