εἱργμός
1ειργμός — εἱργμός και εἰργμός, ο (Α) 1. ειρκτή, φυλακή 2. φυλάκιση, κάθειρξη …
2εἰργμός — cage masc nom sg …
3εἱργμός — cage masc nom sg …
4εἰργμῶν — εἰργμός cage masc gen pl …
5εἰργμῷ — εἰργμός cage masc dat sg …
6εἰργμόν — εἰργμός cage masc acc sg …
7εἱργμοῦ — εἱργμός cage masc gen sg …
8εἱργμῶν — εἱργμός cage masc gen pl …
9εἱργμόν — εἱργμός cage masc acc sg …
10είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και …
Страницы
- 1
- 2