εἱλίπους
1ειλίπους — εἰλίπους, ουν (Α) 1. αυτός που συστρέφει το πόδι όταν βαδίζει (ομηρικό επίθετο τών βοδιών επειδή όταν βαδίζουν διαγράφουν με το πέλμα τμήμα κύκλου) 2. ως ουσ. εἰλίποδες βόδια 3. φρ. «γυναῑκες εἰλίποδες» οι γυναίκες που πλέκουν τα πόδια γύρω στο… …
2εἰλίπους — εἰ̱λίπους , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem nom/voc sg (attic) …
3εἱλίπους — εἰ̱λίπους , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem nom/voc sg (attic) …
4εἰλίποδ' — εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait neut nom/voc/acc pl εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem acc sg εἰ̱λίποδι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat sg εἰ̱λίποδε , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut… …
5εἱλίποδ' — εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait neut nom/voc/acc pl εἰ̱λίποδα , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem acc sg εἰ̱λίποδι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat sg εἰ̱λίποδε , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut… …
6έλιξ — ἕλιξ, ο, η (Α) 1. στριμμένος ελικοειδώς 2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕλιξ το βόδι 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕλιξ βλ. έλικας …
7ειλιπόδης — εἰλιπόδης, ο (Α) 1. ειλίπους 2. (για στίχο) ο σκάζων …
8πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …
9εἰλιπόδεσι — εἰ̱λιπόδεσι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat pl …
10εἰλιπόδεσσι — εἰ̱λιπόδεσσι , εἰλίπους rolling in their gait masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …
- 1
- 2