εἱλη-θερής

  • 1ζαθερής — ζαθερής, ές (Α) πολύ θερμός, καυτός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη θερής, ηλιο θερής] …

    Dictionary of Greek

  • 2ηλιοθερής — ἡλιοθερής, ές (Α) αυτός που έχει θερμανθεί από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + θερής (< θέρω «θερμαίνω»), πρβλ. ειλη θερής, κακο θερής] …

    Dictionary of Greek