εἰ ὄψον ἐστὶ τὸ τὴν τροφὴν ἐφηδῦνον

  • 1εφηδύνω — ἐφηδύνω (ΑΜ) 1. κάνω κάτι γλυκό ή νόστιμο, νοστιμίζω («εἰ ὄψον ἐστὶ τὸ τὴν τροφὴν ἐφηδῡνον», Πλούτ.) 2. μτφ. ομορφαίνω, γλυκαίνω, παρέχω ευχαρίστηση («ἀνένεσιν... τὴν ψυχὴν ἐφηδύνων», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. κατευνάζω, καταπραΰνω κάποιον («ἐφηδύνων… …

    Dictionary of Greek