εἰ μὴ διά τινα

  • 61προδοξάζω — Α κρίνω, σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προδεδοξάσθαι ποιόν τινα εἶναι τὸν λέγοντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξάζω (< δόξα «γνώμη»)] …

    Dictionary of Greek

  • 62ρύζω — και ῥυζῶ, έω, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω 2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» β) «ῥυζῶν πενθῶν διὰ τὸ τοὺς πενθοῡντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 63σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 64στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …

    Dictionary of Greek

  • 65συγκαταρρίπτω — Α ρίχνω μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὅν τινα Τένην διαβολὴ μητρυιᾱς... συγκατέρριψε διὰ τοῡ πατρὸς Κύκνου εἰς θάλασσαν», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 66σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε …

    Dictionary of Greek

  • 67σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… …

    Dictionary of Greek

  • 68ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …

    Dictionary of Greek

  • 69Βογιατζής, Βασίλειος — (Επανομή Θεσσαλονίκης 1900 – Θεσσαλονίκη 1970).Οικονομολόγος. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Εργάστηκε αρχικά ως υπάλληλος στο ΙΚΑ Θεσσαλονίκης. Αργότερα εξελέγη υφηγητής στην …

    Dictionary of Greek

  • 70Μανολάκης, Καστοριανός — (17ος αι.). Πλούσιος έμπορος. Καταγόταν από την Καστοριά. Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Έλληνας ο οποίος δικαιούται τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Εμφανίστηκε το 1660 στην Κωνσταντινούπολη ως… …

    Dictionary of Greek