εἰσ-ίημι

  • 1εἷσ' — εἷσο , ἕννυμι ves plup ind pass 2nd sg εἷσο , ἕννυμι ves perf imperat pass 2nd sg εἷσαι , ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg εἷσα , ἕζομαι seat oneself aor ind act 1st sg (epic) εἷσο , ἕζομαι seat oneself plup ind mp 2nd sg εἷσο , ἕζομαι seat… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ …

    Dictionary of Greek