εἰσπίπτω
71πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …
72προεισπίπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) εισβάλλω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπίπτω «πέφτω με ορμή, εισβάλλω»] …
73συνεισπίπτω — ΜΑ πέφτω μέσα μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («συνεσπεσόντες φεύγουσι ἐς τὸ τεῑχος τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπίπτω «πέφτω, ρίχνομαι, εισβάλλω»] …
74εἰσπέσοι — εἰσπέσοῑ , εἰσπίπτω fall into aor opt act 3rd sg …
75εἰσπίπτειν — εἰσπί̱πτειν , εἰσπίπτω fall into pres inf act (attic epic) …
76εἰσπίπτοντας — εἰσπί̱πτοντας , εἰσπίπτω fall into pres part act masc acc pl …
77εἰσπίπτοντες — εἰσπί̱πτοντες , εἰσπίπτω fall into pres part act masc nom/voc pl …
78εἰσπίπτοντος — εἰσπί̱πτοντος , εἰσπίπτω fall into pres part act masc/neut gen sg …
79εἰσπίπτουσα — εἰσπί̱πτουσα , εἰσπίπτω fall into pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
80εἰσπίπτουσαν — εἰσπί̱πτουσαν , εἰσπίπτω fall into pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …