εἰσδίδωμι
1εισδίδωμι — εἰσδίδωμι (Α) 1. (για ποτάμια) εκβάλλω 2. δίνω έκθεση ή υπόμνημα 3. (για ζήτημα) φέρομαι για συζήτηση 4. προτείνω κατάλληλο πρόσωπο για κάποιο έργο 5. δίνω πληροφορίες εναντίον κάποιου 6. πληροφορώ, ειδοποιώ 7. πληρώνω …
2εἰσδίδου — εἰσδίδωμι flow into pres imperat act 2nd sg εἰσδίδωμι flow into imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) εἰσδίδωμι flow into imperf ind act 3rd sg (epic) …
3εἰσδεδωκώς — εἰσδίδωμι flow into perf part act masc nom/voc sg …
4εἰσδοθέντος — εἰσδίδωμι flow into aor part pass masc/neut gen sg …
5εἰσδοῦναι — εἰσδίδωμι flow into aor inf act …
6εἰσδίδωσιν — εἰσδίδωμι flow into pres ind act 3rd sg …
7ἐσδιδόναι — εἰσδίδωμι flow into pres inf act …
8ἐσδίδωσιν — εἰσδίδωμι flow into pres ind act 3rd sg …
9.άσδων — ἔσδων , εἰσδίδωμι flow into aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἔσδων , εἰσδίδωμι flow into aor ind act 1st sg (epic) …
10δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …
- 1
- 2