εἰς-αγωγή

  • 11Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …

    Dictionary of Greek

  • 12αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …

    Dictionary of Greek

  • 13παιδαγωγός — Τίτλος διαφόρων ελληνικών περιοδικών. 1. Εκπαιδευτικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1839 από τον Ηλία Χριστοφορίδη. 2. Μηνιαίο και μετά δεκαπενθήμερο περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1921 με διευθυντή τον X. Κυριακάτο. Αποτελεί …

    Dictionary of Greek

  • 14κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …

    Dictionary of Greek

  • 15περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 16ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 17όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …

    Dictionary of Greek

  • 18Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… …

    Dictionary of Greek

  • 19ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …

    Dictionary of Greek

  • 20διαφέρον — το (ουδ. μτχ. εν. ως ουσ.) (ΑΝ) το σημείο διαφοράς ενός πράγματος από άλλο νεοελλ. ό,τι ενδιαφέρει, προκαλεί προσοχή, ενδιαφέρον μσν. αποζημίωση, τιμωρία («ἡ περὶ βίας ἀγωγὴ τετραπλασιάζεται εἰς τὸ διαφέρον», Κων / νος Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος)… …

    Dictionary of Greek