εἰς ὦπα
1ώψ — ὠπός, ἡ και ὁ, Α 1. οφθαλμός, μάτι 2. πρόσωπο, όψη («ἀθανάτοις δὲ θεοῑς εἰς ὦπα ἐΐσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στην αιτ. ὦπα και σε σύνθεση στους επιρρμ. τ. εἰσῶπα, ἐνῶπα. Ανάγεται στην εκτεταμένη μορφή τής ΙΕ …
2бачить — I бачить I. видеть , южн., зап. (Даль), укр. бачити, блр. бачыць. Из польск. baczyc – то же, которое образовано из *ob ačiti и связано с oko глаз ; ср. гомер. ὤψ, εἰς ὦπα в лицо и т. д.; см. Траутман, BSW 4 и сл.; Бернекер 1, 24; Jagic… …
3око — I око II мера веса в три фунта , южн., укр. око – то же. Заимств. из араб. тур. okka – то же; см. Литтман 90; Локоч 127 и сл.; Преобр. I, 643. Среднего рода – под влиянием око I. II око род. п. а I глаз ; поэт., мн. очи, укр. око, др. русск. око …
4ZEUXIS — Heracleotes, pictor suâ aetate, nempe Olympiad. 78. maximus. qui, teste Plin. l. 35. c. 9. tantas opes acquisivit, ut in ostentatione earum Olympiae, aureis literis in palliorum tesseris intextum nomen suum ostentârit. Potea donare opera sua.… …
5δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …
6προσειδής — ές, Α όμοιος («ὠχρόν τε χρυσῷ τε φυὴν εἱς ὦπα προσειδές», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ειδής*] …
7νέωτα — (Α) επίρρ. (συν. στη φρ.) «εἰς νέωτα» και «είς νέωτα» τον επόμενο χρόνο («εἰς νέωτα πολλῶν καὶ καλῶν πάλιν σοι πλήρης ἡ πόλις ἔσται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τού νέος και ενός τ. τής λ. ἔτος* (πρβλ. πέρυσι). Μερικοί… …