εἰς ἄνδρας δ

  • 31επίρροθος — ἐπίρροθος, ον (Α) [ρόθος] 1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.) 2. προστάτης, προστατευτικός 3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει 4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός 5. επίμεμπτος,… …

    Dictionary of Greek

  • 32επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι …

    Dictionary of Greek

  • 33ηβώ — (Α ἡβῶ, άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη] 1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.) 2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ἡβῶν» άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής… …

    Dictionary of Greek

  • 34κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 35μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …

    Dictionary of Greek

  • 36μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …

    Dictionary of Greek

  • 37μαχίζομαι — (Μ) 1. δίνω μάχη, πολεμώ, έρχομαι σε σύγκρουση ή ρήξη με κάποιον («ἐκ τὰ ρηγάτα τῆς Φραγκιᾱς... κανεὶς δὲν ἀποκότησεν νὰ μαχιστεῑ τὴν Ρώμην», Χρον. Τόκκων) 2. μαλώνω 3. κρατώ κακία 4. εχθρεύομαι, είμαι εχθρός με κάποιον 5. μτφ. αγωνίζομαι («μόνον …

    Dictionary of Greek

  • 38μυρίαθλος — και ποιητ. τ. μυριάεθλος, ον (Α) ήρωας μυρίων αγώνων, άνδρας με μυριάδες αγώνες μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρίαθλον μυριάδα αγώνων («οὐχ ὅτι πρὸς πένταθλον, ἀλλ εἰς μυρίαθλον ἀποδυσάμενος», Ακρόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἆθλος (πρβλ. αρίστ… …

    Dictionary of Greek

  • 39παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 40συναλίζω — (I) Α 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.) 2. παθ. συναλίζομαι (για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίζω (Ι)… …

    Dictionary of Greek