εἰς τὸ πρόσωπον

  • 61στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …

    Dictionary of Greek

  • 62στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …

    Dictionary of Greek

  • 63συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 64σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …

    Dictionary of Greek

  • 65υπερεκπερισσού — Μ. επίρρ. με πάρα πολύ, με τη μέγιστη δυνατή αφθονία («ὑπερκπερισσοῡ δεόμενοι εἰς τὸ ἰδεῑν ὑμῶν τὸ πρόσωπον», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκ + περισσός + επιρρμ. κατάλ. οῦ] …

    Dictionary of Greek

  • 66φιλοπροσωπία — η, ΝΜ η εκδήλωση αγάπης προς ένα πρόσωπο νεοελλ. εκδήλωση εύνοιας προς ένα πρόσωπο εις βάρος άλλου, μεροληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προσωπία (< πρόσωπος < πρόσωπον), πρβλ. ιδιο προσωπία] …

    Dictionary of Greek

  • 67БОГ — [греч. θεός; лат. deus; слав. родствен древнеинд. господин, раздаятель, наделяет, делит, древнеперсид. господин, название божества; одно из производных общеслав. богатый]. Понятие о Боге неразрывно связано с понятием Откровения. Предметом… …

    Православная энциклопедия

  • 68ВАРЛААМ КАЛАБРИЙСКИЙ — (мирское имя Бернардо Массари) (ок. 1290, Семинара, Калабрия 1348, Авиньон?), визант. писатель, философ и богослов, еп. Джераче. Воспитывался в правосл. вере, хотя и в лат. окружении, посещал лат. школу (Калабрия с VIII в. была номинально… …

    Православная энциклопедия