εἰς λόγους

  • 61Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… …

    Dictionary of Greek

  • 62Palaephatus — (Παλαιφατος) is the name of four literary persons in Suidas, who, however, seems to have confounded different persons and writings. Palaephatus of Athens Palaephatus of Athens, an epic poet, to whom a mythical origin was assigned. According to… …

    Wikipedia

  • 63въпадати — ВЪПАДА|ТИ (80), Ю, ѤТЬ гл. 1. Попадать куда л.: рыба мнѡгоножицѩ. къ какому камени придеть. така плѡтью ˫авить(с). мнѡги рыбы в челюсти ѥи впа(д)ють. мнѩще камень. МПр XIV, 34; [саламандра] ес(с)тво има(т) излиха мокро и студено ˫ако и во все… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 64отъвѣтъ — ОТЪВѢТ|Ъ (611), А с. 1.Ответ на вопрос, разъяснение: Аѳанасиеви ѿвѣти. противѹ нанесеныимъ ѥмѹ отьвѣтомъ. ѿ нѣкыхъ правовѣрьныихъ. о различьныхъ главизнахъ. (ἀποκρίσεις) Изб 1076, 114 об.; и ѥлико ѹбо наказани˫а сѹть. и ѥлико ѹставьна˫а. и ѥлико… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 65άχρι — ἄχρι και ἄχρις (AM) Ι. επίρρ. 1. χρον. ώσπου 2. τοπ. μέχρι, ως («ἄχρι εἰς Κοτύωρα») II. πρόθ. 1. μέχρι, ως («ἄχρι τῆς εἰσόδου» ως την είσοδο) 2. φρ. «ἄχρι παντός» συνεχώς III. (σύνδ.) 1. χρον. μέχρις ότου 2. τοπ. ως, μέχρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άχρι… …

    Dictionary of Greek

  • 66έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …

    Dictionary of Greek

  • 67αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… …

    Dictionary of Greek

  • 68εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …

    Dictionary of Greek

  • 69θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …

    Dictionary of Greek

  • 70καταχωρίζω — (AM καταχωρίζω) γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ) νεοελλ. δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα μσν. 1.… …

    Dictionary of Greek