εἰρωνεύεται

  • 1εἰρωνεύεται — εἰρωνεύομαι feign ignorance pres ind mp 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …

    Dictionary of Greek

  • 3Ψευδολουκιανός — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί διάφοροι συγγραφείς, των οποίων τα έργα αποδίδονταν άλλοτε στον Λουκιανό τον Σαμοσατέα. Τα γνωστότερα ψευδεπίγραφα αυτά έργα είναι ο διάλογος Φιλόπατρις, που ειρωνεύεται τον χριστιανισμό και ανήκει σε κάποιο σοφιστή …

    Dictionary of Greek

  • 4αναγελαστής — ο (θηλ. άστρα) [αναγελώ] αυτός που περιπαίζει, που ειρωνεύεται τους άλλους, είρωνας, χλευαστής, σαρκαστικός 2. αυτός που σέ ξεγελά, δόλιος «μια μοίρα αναγελάστρα» …

    Dictionary of Greek

  • 5επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… …

    Dictionary of Greek

  • 6πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …

    Dictionary of Greek

  • 7πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …

    Dictionary of Greek

  • 8Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 9Αμπούλ Αταχίγια — (Κούφα, Μικρά Ασία 748 – Βαγδάτη 828). Άραβας ποιητής. Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια. Έζησε στην Κούφα και αργότερα στη Βαγδάτη, όπου εργάστηκε στην αρχή ως αγγειοπλάστης. Στα πρώτα ποιήματά του, που διακρίνονται για το απλό και απέριττο ύφος …

    Dictionary of Greek

  • 10Γουό, Έβελιν — (Evelyn Waugh, Λονδίνο 1903 – Τάουντον, Σόμερσετ 1966). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου ειδικεύτηκε στη σύγχρονη ιστορία. Το 1927 έγραψε τη βιογραφία του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι, την οποία ακολούθησε, το 1928, το έργο Παρακμή και… …

    Dictionary of Greek