εἰρηνοποιῷ
1ειρηνοποιώ — ( έω) (AM εἰρηνοποιῶ) αποκαθιστώ την ειρήνη, ειρηνεύω αρχ. μεσ. ( οῡμαι) κάνω κάποιον ήσυχο, ειρηνικό …
2εἰρηνοποιῶ — εἰρηνοποιέω to make peace pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰρηνοποιέω to make peace pres ind act 1st sg (attic epic doric) εἰρηνοποιός peace maker masc gen sg (doric aeolic) …
3εἰρηνοποιῷ — εἰρηνοποιός peace maker masc dat sg …
4εἰρηνοποιῶι — εἰρηνοποιῷ , εἰρηνοποιός peace maker masc dat sg …
5PAZ (della) — della PAZ cognomentum Ludovico Medezio de Haro, celebri illi Εἰρηνοποιῷ et Ministro Statûs in hispania, a Philippo IV. ob pacem feliciter conclusam A. C. 1660. datum concessumque, ut id ad posteros eius transmitteretur. Integer ergo eius titulus… …
6-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …
7ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)