εἰραφιώτης
1Εἰραφιώτης — Fr.anon. masc nom sg …
2Εἰραφιῶτα — Εἰραφιώτης Fr.anon. masc voc sg Εἰραφιώτης Fr.anon. masc nom sg (epic) …
3Εἰραφιώτην — Εἰραφιώτης Fr.anon. masc acc sg (attic epic ionic) …
4Εἰραφιώτῃ — Εἰραφιώτης Fr.anon. masc dat sg (attic epic ionic) …
5σκευοφοριώτης — ὁ, Α κωμικός τ. τού σκευοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκευοφόρος, κατά το εἰραφιώτης, επίθ. τού Διονύσου] …