εἰρήνα
1Εἰρήνα — Εἰρήνᾱ , Εἰρήνη peace fem nom/voc/acc dual Εἰρήνᾱ , Εἰρήνη peace fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2εἰρήνα — εἰρήνᾱ , εἰρήνη peace fem nom/voc/acc dual εἰρήνᾱ , εἰρήνη peace fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3Εἰρήνᾳ — Εἰρήνᾱͅ , Εἰρήνη peace fem dat sg (doric aeolic) …
4εἰρήνᾳ — εἰρήνᾱͅ , εἰρήνη peace fem dat sg (doric aeolic) …
5Εἰρήνας — Εἰρήνᾱς , Εἰρήνη peace fem acc pl Εἰρήνᾱς , Εἰρήνη peace fem gen sg (doric aeolic) …
6εἰρήνας — εἰρήνᾱς , εἰρήνη peace fem acc pl εἰρήνᾱς , εἰρήνη peace fem gen sg (doric aeolic) …
7Εἰρήναν — Εἰρήνᾱν , Εἰρήνη peace fem acc sg (doric aeolic) …
8εἰρήναν — εἰρήνᾱν , εἰρήνη peace fem acc sg (doric aeolic) …
9ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …