εἰνάς
1εἰνάς — fem nom sg …
2εἰνάδα — εἰνάς fem acc sg …
3εἰνάδι — εἰνάς fem dat sg …
4Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …
5εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …
6εννεάδα — η (AM ἐννεάς και ποιητ. τ. εἰνάς) [εννέα] το αφηρημμένο ουσ. τού αριθμού εννέα, σύνολο εννέα όμοιων πραγμάτων μσν. εννεαετία αρχ. 1. ο αριθμός εννέα 2. η ένατη μέρα τού μήνα 3. καθένα από τα έξι βιβλία στα οποία διαίρεσε ο Πορφύριος τα έργα τού… …
7τρισεινάς — ἡ, Α η ένατη μέρα τής τρίτης δεκάδας τού μήνα, η εικοστή ένατη μέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + εἰνάς«ενάτη ημέρα»] …