εἰνάλιος
1εἰνάλιος — ἐνάλιος in masc nom sg (epic) εἰνάλιος masc nom sg …
2εινάλιος — βλ. ενάλιος …
3εἰνάλι' — εἰνάλια , ἐνάλιος in neut nom/voc/acc pl (epic) εἰνάλιε , ἐνάλιος in masc voc sg (epic) εἰνάλιαι , ἐνάλιος in fem nom/voc pl (epic) εἰνάλια , εἰνάλιος neut nom/voc/acc pl εἰνάλιε , εἰνάλιος masc voc sg εἰνάλιαι , εἰνάλιος fem nom/voc pl …
4εἰναλία — εἰναλίᾱ , ἐνάλιος in fem nom/voc/acc dual (epic) εἰναλίᾱ , ἐνάλιος in fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) εἰναλίᾱ , εἰνάλιος fem nom/voc/acc dual εἰναλίᾱ , εἰνάλιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5εἰναλίας — εἰναλίᾱς , ἐνάλιος in fem acc pl (epic) εἰναλίᾱς , ἐνάλιος in fem gen sg (attic epic doric aeolic) εἰναλίᾱς , εἰνάλιος fem acc pl εἰναλίᾱς , εἰνάλιος fem gen sg (attic doric aeolic) …
6εἰναλίων — ἐνάλιος in fem gen pl (epic) ἐνάλιος in masc/neut gen pl (epic) εἰνάλιος fem gen pl εἰνάλιος masc/neut gen pl …
7εἰνάλιον — ἐνάλιος in masc acc sg (epic) ἐνάλιος in neut nom/voc/acc sg (epic) εἰνάλιος masc acc sg εἰνάλιος neut nom/voc/acc sg …
8άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… …
9ενάλιος — α, ο (AM ἐνάλιος, α, ον και ἐνάλιος, ον Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός (α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ. β. «ἐνάλιος λεώς» οι ναυτικοί, Σοφ. γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» οι …
10πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …