εἰλ-
1εἷλ' — εἷλα , αἱρέω take with the hand aor ind act 1st sg εἷλε , αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd sg εἷλε , αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd sg εἷλαι , εἵλη the sun s heat fem nom/voc pl …
2τζίντζερ έιλ — το, Ν άκλ. (τροφ. τεχνολ.) αεριούχο αναψυκτικό που αρωματίζεται με καρύκευμα από ζιγγίβερι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger ale] …
3Gelten (2) — 2. Gêlten, verb. irreg. ich gelte, du gilst, er gilt; Imperf. ich galt, im gemeinen Leben ich golt; Mittelw. gegolten; Imperat. gilt. Es kommt in doppelter Gestalt vor. 1. * Als ein Activum, wiedergeben, so wohl die Sache selbst wiedergeben, als… …
4Held, der — Der Hêld, des en, plur. die en, Fämin. die Heldinn, plur. die en, eigentlich eine mit vorzüglicher Leibesstärke begabte Person. In dieser Bedeutung war es ehedem sehr gebräuchlich, da nicht nur die Tapferkeit noch größten Theils in der… …
5Papyrus 122 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 122 Name …
6κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… …
7φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί …